παράμιλλος

παράμιλλος
-ον, Α
1. αυτός που είναι εκτός άμιλλας, εκτός συναγωνισμού, απαράμιλλος
2. αυτός που μετέχει σε διαγωνισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἄμιλλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παράμιλλος — beyond rivalry masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράμιλλα — παράμιλλος beyond rivalry neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαράμιλλος — η, ο (Μ ἀπαράμιλλος, η) [παράμιλλος] αυτός με τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να συγκριθεί, ασύγκριτος, ανυπέρβλητος …   Dictionary of Greek

  • παραμιλλώμαι — άομαι, ΜΑ [παράμιλλος] ξεπερνώ κάποιον σε άμιλλα αρχ. υπερτερώ σε κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”